ὑμέτεροι

ὑμέτεροι
ὑ̱μέτεροι , ὑμέτερος
your
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χάλκασπις — άσπιδος, ὁ, Α 1. αυτός που έχει χάλκινη ασπίδα («χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι», Πίνδ.) 2. ο αθλητής που μετέχει σε ένοπλο αγώνα δρόμου («χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν», Πίνδ.) 3. στον πληθ. οἱ χαλκάσπιδες σώμα τού μακεδονικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”